Η Πόλη των Αντιγράφων

Εδω μην εμπιστεύεσαι κανέναν.

Νεα κυκλοφορια

Η Πόλη των Αντιγράφων

Απόσμασμα του βιβλίου

Ο Βασίλης και η Μαρία, ένα συνηθισμένο ζευγάρι της πόλης, αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τη ρουτίνα και το άγχος της πρωτεύουσας. Μαζί με τα δύο τους παιδιά, την εξάχρονη Αλεξάνδρα και τον τρίχρονο Πέτρο, σαλπάρουν με το ιστιοπλοϊκό τους για ένα ταξίδι δεκαπέντε ημερών. Ο Βασίλης είναι ένας ήρεμος, μεθοδικός άνθρωπος, από εκείνους που δε σηκώνουν ποτέ τη φωνή, όχι επειδή δεν μπορούν, αλλά γιατί δε χρειάζεται. Η σιγουριά του είναι ήπια, μα βαθιά, σαν την παλίρροια που ξέρει πότε να έρθει και πότε να αποσυρθεί. Με χέρια που μαρτυρούν χρόνια στον ήλιο και το αλάτι, μοιάζει να έχει χτιστεί από τα ίδια τα στοιχεία της θάλασσας που τόσο αγαπά. Η φωνή του είναι χαμηλή, αλλά οι κουβέντες του μεστές. Δε μιλάει πολύ, μα όταν το κάνει, όλοι ακούν. Όταν κρατά το τιμόνι, νιώθει πως όλα μπαίνουν σε τάξη. Οι ήχοι του σκάφους, το τραγούδι του ανέμου στα πανιά, το ανεπαίσθητο τρίξιμο του ξύλου, όλα συγχρονίζονται με τον ρυθμό της σκέψης του. Είναι ο τύπος που διαβάζει τους ναυτικούς χάρτες όχι σαν εργαλεία πλοήγησης, αλλά σαν κομμάτια από ένα προσωπικό του παρελθόν. Κάθε σημείο που έχει κυκλώσει με μολύβι, κάθε μικρή υποσημείωση στη γωνία, κρύβει μια ιστορία, μια επικίνδυνη προσέγγιση, μια ξαφνική καταιγίδα, μια αναπάντεχη φιλία σε ένα ξένο λιμάνι.

Το ένστικτό του είναι τόσο αξιόπιστο όσο και η πυξίδα του, μια παλιά, ορειχάλκινη, φθαρμένη από τον καιρό, που κουβαλά πάντα μαζί του, σαν φυλαχτό, δώρο του πατέρα του. Έχει αναλάβει τον σχεδιασμό της διαδρομής και τους τεχνικούς ελέγχους του σκάφους, δίνοντας προσοχή ακόμα και στην παραμικρή λεπτομέρεια, από τη ρύθμιση του σκότους στο GPS μέχρι τον ήχο που κάνει το κατάρτι όταν ο άνεμος γυρίζει. Τίποτα δεν του ξεφεύγει. Ή τουλάχιστον, τίποτα που να αξίζει να ανησυχείς. Για τον Βασίλη, το ταξίδι δεν είναι ποτέ απλώς μια διαδρομή πάνω στη θάλασσα. Είναι επιστροφή σε κάτι πολύ πιο αρχέγονο, σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος δε μετριέται με ρολόγια, αλλά με κύματα, και οι αποφάσεις παίρνονται με σιγουριά, όχι με βιασύνη. Η Μαρία, από την άλλη, ήταν η ψυχή της παρέας, ζεστή, πρακτική, με εκείνο το είδος ηρεμίας που δε μαθαίνεται, αλλά γεννιέται μαζί σου. Το βλέμμα της διαπεραστικό μπορεί να εντοπίσει ένα σκισμένο πανί, έναν αφηρημένο σύζυγο ή μια αλλαγή στον καιρό πριν προλάβει κανείς να μιλήσει. Και όμως, μέσα σε αυτή τη διορατικότητα, υπάρχει πάντα η γλυκύτητα της φροντίδας. Η αγκαλιά της δεν είναι μόνο παρηγοριά, είναι καταφύγιο. Χωράει την οικογένειά της ολόκληρη, και την κρατά εκεί, ασφαλή, σαν άγκυρα σε ήρεμο βυθό. Η Μαρία είναι εκείνη που κρατά την ισορροπία στις πιο απαιτητικές στιγμές, αυτή που όταν τα πράγματα ζορίζουν, δεν πανικοβάλλεται αλλά πιάνει δουλειά. Ξέρει πάντα τι χρειάζεται να γίνει και το κάνει, χωρίς φασαρία, χωρίς επιδεικτικότητα. Οργανώνει, προνοεί, νοιάζεται. Από την προετοιμασία πριν το ταξίδι μέχρι τη φροντίδα της καθημερινότητας πάνω στο σκάφος, τίποτα δεν της ξεφεύγει. Έχει φροντίσει να εξοπλίσει το σκάφος με άνεση και φροντίδα, σχεδόν σαν να το μεταμόρφωσε σε πλωτό σπίτι. Οι αποθήκες είναι γεμάτες με πρακτικές προμήθειες, αλλά και με μικρούς θησαυρούς, σπιτικά μπισκότα, βάζα με γλυκό του κουταλιού, φρούτα κομμένα και έτοιμα, χυμούς για τα παιδιά. Σε κάθε ντουλαπάκι και μια μικρή έκπληξη, ένα βιβλίο με παραμύθια, μια ζωγραφιά, ένα παλιό παιχνίδι που ήξερε πως θα τους φέρει χαμόγελο. Η Μαρία δεν είναι καπετάνιος, μα κρατά το πιο δύσκολο τιμόνι απ’ όλα, εκείνο της συνοχής, της ζεστασιάς, της αγάπης. Και όταν το βράδυ πέφτει και ο άνεμος δυναμώνει, όλοι ξέρουν πως αν είναι κοντά η Μαρία, θα περάσουν τη νύχτα ήσυχοι. Η Αλεξάνδρα, η εξάχρονη κόρη τους, είναι ένα παιδί που μοιάζει να ζει ταυτόχρονα σε δύο κόσμους, τον πραγματικό και έναν άλλο, κρυφό, που πλάθει μόνη της με λέξεις και χρώματα. Κουβαλά πάντα μαζί της ένα μικρό ημερολόγιο με εξώφυλλο που έχει γεμίσει αυτοκόλλητα και μουτζούρες, το οποίο θεωρεί θησαυρό. Εκεί καταγράφει τις “θαλασσινές της περιπέτειες”, ιστορίες για γοργόνες που ζουν κάτω από το σκάφος, για νησιά που ξεπροβάλλουν μόνο σε όσους πιστεύουν, και για μυστικά που δεν αποκαλύπτονται σε μεγάλους. Τα καστανά της μαλλιά, μόνιμα μπερδεμένα από τον θαλασσινό αέρα, σπάνια μαζεύονται σωστά, κι εκείνη το βρίσκει απολύτως φυσιολογικό, «έτσι μοιάζω περισσότερο με καπετάνισσα», λέει. Το βλέμμα της, πράσινο σαν θαλασσινή πέτρα, παρατηρεί τα πάντα. Κάθε νέφος στον ουρανό, κάθε ήχος που έρχεται από το νερό, κάθε ματιά των γονιών της. Στα μάτια της, κάθε μέρα στο σκάφος είναι μια καινούρια αρχή, ένα βιβλίο που δεν έχει τελειώσει ακόμα. Ο Πέτρος, ο μικρός της οικογένειας, είναι έκρηξη σε ανθρώπινη μορφή. Δεν περπατά, τρέχει, πηδάει, σκαρφαλώνει, γελά. Όλα είναι περιπέτεια. Όλα είναι καινούρια. Ένα κουπί γίνεται σπαθί. Ένα σχοινί γίνεται φίδι. Οι γλάροι είναι μυστικοί αγγελιοφόροι, και το κύμα που σκάει στην πλώρη είναι γίγαντας που θέλει να παίξει μαζί του. Του αρέσει να κάθεται δίπλα στο στρογγυλό, γυάλινο παράθυρο του σκάφους, με το πιγούνι του κολλημένο στο χείλος, και να παρακολουθεί με αγωνία το τι συμβαίνει κάτω από την επιφάνεια. Κάθε μικρή σκιά, κάθε σπίθα από ασημένιο λέπι, τον κάνει να φωνάζει: «Το είδες; Το είδες αυτό; Ήταν ψάρι ή τέρας;» Δεν χρειάζεται απάντηση, έχει ήδη αποφασίσει τι ήταν. Η Αλεξάνδρα και ο Πέτρος είναι το φως της διαδρομής. Ο ένας με τις λέξεις και τα όνειρα, ο άλλος με τη φλόγα και τον αυθορμητισμό. Μαζί, κάνουν το ταξίδι κάτι παραπάνω από θαλασσινό: το κάνουν παραμύθι. Είναι η πρώτη τους εξόρμηση ως οικογένεια μετά τη γέννηση του μικρού τους γιου, και όλοι ανυπομονούν για την περιπέτεια που τους περιμένει. Οι πρώτες ημέρες κυλούν μαγικά. Ο άνεμος γεμίζει τα πανιά, η θάλασσα απλώνεται απέραντη μπροστά τους, και τα παιδιά ξετρελαίνονται με το αίσθημα της ελευθερίας. Τα βράδια τους βρίσκουν αγκυροβολημένους σε μικρούς κρυφούς κολπίσκους, όπου απολαμβάνουν το δείπνο τους κάτω από τα αστέρια. Η Αλεξάνδρα καταγράφει τις εμπειρίες της, ο Πέτρος γελάει με κάθε ψαράκι που βλέπει, η Μαρία ετοιμάζει λεμονάτη φακή και φρέσκο ψωμί στο μικρό φούρνο του σκάφους, και ο Βασίλης, καθισμένος στην πρύμνη με ένα ποτήρι κρασί, απολαμβάνει την ησυχία, εκείνη την αληθινή, που μόνο η θάλασσα ξέρει να χαρίζει.  Όμως, λίγες μέρες μετά την αναχώρησή τους, κάτι απρόσμενο συμβαίνει. Καθώς ταξιδεύουν κατά μήκος μιας απόμακρης ακτογραμμής, ένα νησί ξεπροβάλλει μπροστά τους ένα νησί που δεν εμφανίζεται σε κανέναν ναυτικό χάρτη. Ο ουρανός σκοτεινιάζει παράξενα, ενώ μέχρι πριν λίγες ώρες ο καιρός ήταν απόλυτα αίθριος, πουθενά και σε κανένα δελτίο καιρού δεν προβλέπεται κακοκαιρία. Ξαφνικές ριπές ανέμου ταρακουνούν το σκάφος, και τα όργανα πλοήγησης αρχίζουν να παρουσιάζουν ανεξήγητες δυσλειτουργίες. Ο Βασίλης σφίγγει το τιμόνι με δύναμη, τα δάχτυλά του λευκά απ’ την ένταση, προσπαθώντας να διατηρήσει την πορεία τους, μα η αμηχανία έχει ήδη ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του. Τα κύματα χτυπούν αλύπητα τα πλευρά του σκάφους και ο άνεμος ουρλιάζει μέσα απ’ τα σχοινιά, σαν να προσπαθεί να τους προειδοποιήσει για κάτι. «Δε βγάζει κανένα νόημα…» μουρμουρίζει, με τα μάτια του καρφωμένα στην πυξίδα, που περιστρέφεται άτακτα, λες και χορεύει σε έναν ρυθμό που δεν υπακούει σε κανέναν φυσικό νόμο. Η Μαρία σφίγγει στην αγκαλιά της τα παιδιά. Η καρδιά της χτυπάει ξέφρενα, μα η φωνή της παραμένει σταθερή, γλυκιά. «Βάλε τα παιδιά μέσα στο σκάφος!» φωνάζει ο Βασίλης, σχεδόν παλεύοντας με τον άνεμο για να ακουστεί. Η Μαρία, χωρίς να χάσει χρόνο, οδηγεί την Αλεξάνδρα και τον Πέτρο στο εσωτερικό του σκάφους και τα σκεπάζει με τις κουβέρτες τους. «Μη φοβάστε. Όλα καλά. Ο μπαμπάς ξέρει τι κάνει. Απλώς πρέπει να πάω να τον βοηθήσω, εντάξει;» τους λέει με φωνή που τρέμει ελαφρώς, μα κάνει τα πάντα για να μην προδώσει την ανησυχία της. Φιλάει τα δυο της παιδιά στο μέτωπο, χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά της Αλεξάνδρας και σκουπίζει ένα δάκρυ απ’ τα μάγουλα του μικρού Πέτρου. Με βήμα αποφασιστικό, ανεβαίνει και πάλι στο κατάστρωμα. Η εικόνα που αντικρίζει είναι σαν σκηνή από όνειρο ή εφιάλτη, ο Βασίλης στέκεται πεισματικά όρθιος, τα ρούχα του μούσκεμα, τα κύματα τον χτυπούν ανελέητα στο πρόσωπο, μα εκείνος κρατά το τιμόνι σφιχτά, λες και από τη λαβή του εξαρτάται η ίδια τους η επιβίωση. «Τι θες να κάνω;» ρωτά η Μαρία, η φωνή της μπερδεμένη ανάμεσα στην ανησυχία και την αποφασιστικότητα. Ο Βασίλης στρέφεται προς το μέρος της με ένα βλέμμα που λέει περισσότερα απ’ όσα μπορούν οι λέξεις. Τα μάτια του φλογίζουν, όχι από φόβο, αλλά από την ένταση της στιγμής. Και όμως, χαμογελά. Ένα από εκείνα τα μικρά, πεισματάρικα χαμόγελα που πάντα τη διαβεβαίωναν ότι όλα θα πάνε καλά, ακόμη και όταν όλα δείχνουν πως δε θα πάνε. «Ζέστανε νερό. Θα χρειαστούμε κάτι ζεστό. Βλέπω ένα λιμάνι στο βάθος θα πάμε εκεί να δέσουμε.» Η Μαρία δεν απαντά. Γνέφει μόνο και τρέχει μέσα, αφήνοντας πίσω της την αλμύρα και τον αέρα που φωνάζει κίνδυνο. Καθώς πλησιάζουν το λιμάνι, η καταιγίδα υποχωρεί σταδιακά, όμως μια περίεργη σιγή απλώνεται στον ορίζοντα. Το νησί μπροστά τους μοιάζει λες και ξεπήδησε από έναν άλλον κόσμο. Η ακτογραμμή είναι σχεδόν αόρατη μέσα στην ομίχλη που πάλλεται, αργά, ρυθμικά, σαν να αναπνέει. Δεν υπάρχει ήχος ούτε πουλί, ούτε κύμα, ούτε καν ο άνεμος. Η ατμόσφαιρα βαραίνει. Ο αέρας γίνεται πιο πυκνός, σαν να προσπαθεί να τους κρατήσει μακριά. Η Μαρία κοιτάζει τον Βασίλη με ανησυχία, τα χείλη της σφιγμένα. «Είσαι σίγουρος ότι πρέπει να δέσουμε εδώ;» Ο Βασίλης δεν απαντά αμέσως. Τα μάτια του είναι κολλημένα στην ακτή, που ξεδιπλώνεται μέσα στην ομίχλη σαν σκηνή από όνειρο. «Τελικά», αναστενάζει βαθιά. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή…» Το σκάφος πλησιάζει αργά, σχεδόν διστακτικά. Σαν να το καθοδηγεί κάτι αόρατο. Οι πρώτες πέτρες του λιμανιού εμφανίζονται μέσα απ’ τη θολούρα και για μια στιγμή, κανείς δε μιλά. Μια ανεξήγητη αίσθηση κυριεύει και τους δύο σαν να τους περιμένει κάτι εκεί, κάτι που δεν ανήκει ακριβώς στον κόσμο που γνωρίζουν. Τι μυστικά κρύβει αυτό το νησί; Τι βρίσκεται πίσω από την ομίχλη που τους καλεί να την εξερευνήσουν;

Καλάθι αγορών
Κύλιση στην κορυφή